- αποκοιμιστικός
- assommant
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αποκοιμιστικός — ή, ό αυτός που φέρνει ύπνο, που κοιμίζει: Η χθεσινή ομιλία ήταν πολύ αποκοιμιστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)